- μινυρισμός
- μῐνυρ-ισμός, ὁ,A moaning, warbling, Sch.Ar.Th.106.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μινυρισμός — moaning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινυρισμός — ο (Α μινυρισμός) [μινυρίζω] το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα νεοελλ. λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek